Η αναβάθμιση των Ελληνικών χρεογράφων στην επενδυτική βαθμίδα είναι υποκειμενική

Του Πέτρου Ιακώβου

Από την αρχή της χρονιάς, η κυβέρνηση και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, που χρηματοδοτούνται αδρά από τον δημόσιο κορβανά, διατυμπανίζουν κάθε τόσο ότι η ελληνική οικονομία πάει καλά και γι’ αυτόν τον λόγο τα χρεόγραφα της χώρας μας θα αναβαθμιστούν από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης κατά μία βαθμίδα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόκειται για αναβάθμιση από την οικονομική βαθμίδα ΒΒ+ (η οποία δηλώνει ανεπάρκεια πιστοληπτικής ικανότητας και αδυναμία της χώρας να ανταποκριθεί στις οικονομικές υποχρεώσεις της) στη βαθμίδα ΒΒΒ- (η οποία χαρακτηρίζει τον ελάχιστο ελκυστικό επενδυτικό προορισμό). 

Το γεγονός της επικείμενης αναβάθμισης θεωρήθηκε από τον Πρωθυπουργό ως πιστοποίηση εκ μέρους των αγορών ότι η χώρα ξεπέρασε τη δημοσιονομική περιπέτεια της κρίσης. Αυτή, όμως, η εκτίμηση είναι εξαιρετικά αυθαίρετη και επιπόλαιη.

Για να το αντιληφθούμε δικαιότερα αυτό, θα παρουσιάσουμε κάποια δεδομένα που αφορούν τους οίκους αξιολόγησης και την έκδοση χρεογράφων.  

Ένας οίκος αξιολόγησης είναι μία εταιρεία εξειδικευμένη στην αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης μιας χώρας (ή μιας εταιρείας) που εκδίδει χρεόγραφα, και στην βαθμολόγησή της ανάλογα με την πιστοληπτική της ικανότητα, δηλαδή τη φερεγγυότητά της και τη δυνατότητά της να αποπληρώσει τις οφειλές της προς τους επενδυτές, οι οποίοι θα αγοράσουν τα χρεόγραφα που θα εκδώσει.

Υψηλή βαθμολογία στην αξιολόγηση ενός χρεογράφου από έναν οίκο πιστοληπτικής μαξιολόγησης σημαίνει πως ο οίκος θεωρεί ότι ο επενδυτής που θα επενδύσει στην αγορά αυτού του χρεογράφου έχει χαμηλό κίνδυνο να χάσει τα χρήματά του και πιθανώς θα αποκομίσει κέρδη.

Η βαθμολογία ενός οίκου πιστοληπτικής αξιολόγησης εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή γραμμάτων της αλφαβήτου (π.χ. ΑΑΑ, ΒΒΒ, CCC και D).

Η πρώτη και καλύτερη βαθμίδα (ΑΑΑ) αντιστοιχεί στην εξαιρετικά ισχυρή ικανότητα του οφειλέτη να ανταποκριθεί στην οικονομική του δέσμευση, ενώ η τελευταία και χειρότερη βαθμίδα (D) πιστοποιεί αδυναμία πληρωμής.

Οι βαθμολογίες από ΑΑ έως CCC μπορεί να τροποποιηθούν με την προσθήκη ενός αρνητικού (–) ή ενός θετικού (+) προσήμου, για να δείξουν μια επιπρόσθετη διαβάθμιση στις κύριες βαθμίδες πιστοληπτικής αξιολόγησης.

Τα συνήθη κριτήρια που χρησιμοποιεί ένας οίκος, για να βαθμολογήσει την πιστοληπτική ικανότητα μιας χώρας, είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενικά, αφού εξαρτώνται από ποικίλους παράγοντες, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Ορισμένα από τα κριτήρια αυτά είναι: η οικονομική διάρθρωση και επίδοση της χώρας (π.χ. το ΑΕΠ, ο πληθωρισμός, η ανεργία, οι εισαγωγές και εξαγωγές κ.λπ.), οι δημοσιονομικοί δείκτες (π.χ. τα δημόσια έσοδα, οι δαπάνες, η ισορροπία εσόδων – δαπανών, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, κ.ά.), οι εξωτερικές πληρωμές και οι συναλλαγές της χώρας (π.χ. η συναλλαγματική ισοτιμία, η εξυπηρέτηση δημόσιου χρέους, η πιθανότητα χρεοκοπίας, κ.ά.), η νομισματική ισορροπία και οι παράγοντες ρευστότητας της χώρας (π.χ. το βραχυπρόθεσμο ύψος επιτοκίων, τα αποθεματικά, η ωρίμανση χρεών, τα περιουσιακά στοιχεία των πιστωτικών ιδρυμάτων κ.ά.), και διάφοροι δείκτες των οίκων αξιολόγησης (π.χ. ο δείκτης S&P 500 του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης), οι οποίοι αποτελούν βαρόμετρα στα μεγάλα χρηματιστήρια των ΗΠΑ, καθώς περιλαμβάνουν επιλεγμένες μετοχές μεγάλων εταιρειών με βάση το μέγεθος της αγοράς, τη ρευστότητα και τον κλάδο δραστηριότητας, και οι οποίοι φανερώνουν τα χαρακτηριστικά ρίσκου και απόδοσης των μετοχών αυτών. 

Έτσι, οι επενδυτές που θέλουν να επενδύσουν χρήματα στην αγορά διαφόρων χρεογράφων (ομόλογα, έντοκα γραμμάτια δημοσίου, μετοχές και άλλα χρηματοπιστωτικά προϊόντα) βασίζονται κυρίως στα δεδομένα και στην ανάλυση αυτών των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης, προκειμένου να προσδιορίσουν τη συνολική δύναμη και σταθερότητα της χώρας που εκδίδει τα συγκεκριμένα  χρεόγραφα.

Αν και υπάρχουν δέκα αναγνωρισμένοι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης παγκοσμίως, τρεις από αυτούς είναι εκείνοι που κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας αγοράς (πάνω από 95%) και άρα θεωρούνται οι πιο έγκυροι. Οι τρεις αυτοί μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης ανήκουν στις ΗΠΑ και κατά σειρά μεγέθους και αυστηρών κριτηρίων, είναι η Moody’s Investors Service, η S&P (Standard & Poor’s) Global Ratings και η Fitch Ratings Inc.

Οι μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές, όπως τα συνταξιοδοτικά ταμεία, αγοράζουν χρεόγραφα μιας χώρας, όταν αυτά έχουν επενδυτική βαθμίδα (ΒΒΒ-) από τουλάχιστον δύο από τους τρεις μεγάλους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης.

Οι τρείς μεγάλοι αμερικάνικοι οίκοι, μαζί με τον καναδικό οίκο DBRS Morningstar ως τέταρτο, έχουν λάβει τη διαπίστευση των Ιδρυμάτων Εξωτερικής Πιστωτικής Αξιολόγησης (ECAI) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και κατά συνέπεια μόνο οι αξιολογήσεις αυτών των τεσσάρων οίκων μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την ΕΚΤ για τον προσδιορισμό των απαιτήσεων εξασφάλισης για δανεισμό από αυτήν.

Στις 8 Σεπτεμβρίου 2023, ο καναδικός οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης DBRS είχε αναβαθμίσει τα χρεόγραφα της χώρας μας από τη βαθμίδα ΒΒ+ στην επενδυτική βαθμίδα ΒΒΒ-. Το ίδιο έπραξε στις 20 Οκτωβρίου 2023 και ο οίκος S&P Global Ratings. Όμως, για να αγοραστούν τα ελληνικά ομόλογα από τους μεγάλους θεσμικούς επενδυτές, θα πρέπει να αναβαθμιστούν στην επενδυτική βαθμίδα από έναν ακόμα οίκο πιστοληπτικής αξιολόγησης της ομάδας των τριών μεγάλων. Μία πιθανή αναβάθμιση των ελληνικών ομολόγων από τον οίκο Fitch Ratings Inc μπορεί να γίνει την 1η Δεκεμβρίου 2023, ενώ μια τέτοια αναβάθμιση από τον οίκο Moody’s Investors Service (ο οποίος έχει αξιολογήσει στις 15 Σεπτεμβρίου 2023 τα ελληνικά χρεόγραφα στη βαθμίδα «Βa1», που είναι ισοδύναμη με την βαθμίδα ΒΒ+) είναι λιγότερο πιθανό να συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα.

Για να αντιληφθούμε πώς δανείζεται μία χώρα με την έκδοση ενός χρεογράφου, ας υποθέσουμε ότι η Κεντρική Τράπεζά της εκδίδει ένα ομόλογο. Το ομόλογο αυτό είναι ένα έντυπο συμβόλαιο που εκδίδεται σε ένα αρχικό ποσό, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ωρίμανσης, με ορισμένο τόκο. Όσο μικρότερη αξιολόγηση έχει το ομόλογο, τόσο μεγαλύτερο τόκο πληρώνει αυτό, ως δέλεαρ αντί του πιστωτικού κινδύνου που εμπεριέχει.

Η αγορά αυτού του ομολόγου σημαίνει ότι ο επενδυτής δανείζει τη χώρα που το εκδίδει, πληρώνοντάς το στο αρχικό ποσό και η χώρα υπόσχεται γραπτώς να του αποδώσει τους τόκους του αρχικού ποσού, με τη μορφή κουπονιών σε τακτά χρονικά διαστήματα (συνήθως εξάμηνα). Τα κουπόνια πληρώνονται έως τη στιγμή που ωριμάζει το ομόλογο και τότε η χώρα οφείλει να αποδώσει στον αγοραστή ολόκληρο το αρχικό ποσό που αυτός είχε πληρώσει κατά την αγορά του ομολόγου -αλλιώς, ο επενδυτής μπορεί να κάνει αίτηση πτώχευσης της χώρας.

Έτσι, ο αγοραστής του ομολόγου παίρνει πίσω τα χρήματά του συν τους τόκους που εξαργύρωσε από τα κουπόνια που αντιστοιχούν στο κέρδος του.

Θα πρέπει όμως να έχουμε υπόψη ότι η βαθμολογία που δίνεται από τους οίκους αξιολόγησης στα χρεόγραφα μιας χώρας είναι πάντα υποκειμενική, αφού εξαρτάται από εντελώς υποκειμενικά κριτήρια τα οποία αναφέραμε πιο πάνω.

Η υποκειμενικότητα των κριτηρίων γίνεται εύκολα αντιληπτή, εάν λάβουμε υπόψη ότι η νομισματική και πιστωτική πολιτική της χώρας μας χαράσσεται και ασκείται από την Τράπεζα της Ελλάδος και η συναλλαγματική ισοτιμία καθορίζεται από την Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα, καθώς και από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ.

Κατά συνέπεια, πώς και σε τι να αξιολογήσει ένας οίκος την οικονομία μιας χώρας, αφού αυτή μεταβάλλεται κατά το δοκούν από τις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες στην κυριολεξία κρατούν ως υποχείριά τους τις κυβερνήσεις, μέσω του δανεισμού των κομμάτων τους;

Δεν είναι λίγες οι φορές που οι τρεις μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης προέβησαν σε άστοχες (ή μεθοδευμένες) προβλέψεις, οι οποίες επιδείνωσαν την παγκόσμια πιστωτική κρίση την περίοδο 2007-2008. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η περίπτωση της Ελλάδος, την οποία οδήγησαν με δολιότητα σε πρωτόγνωρη υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητάς της, γεγονός που συνετέλεσε στην υπερβολική αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, στην καταχρέωση της χώρας και στην παράδοση της Εθνικής της Κυριαρχίας σε δανειστές, με τα επαίσχυντα μνημόνια που ξεκίνησαν το 2010 και τα υπέγραψαν οι ανθελληνικές κομματικές κυβερνήσεις.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *