Υπόθεση Μίχου: Αντιδράσεις και ερωτηματικά προκαλεί η πρόταση Εισαγγελέα

Του Αριστείδη Ματζάρη

Στην υπόθεση του Κολωνού, περιοχή της Αθήνας, η εισαγγελικός λειτουργός, κεκλεισμένων των θυρών στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο στην εισήγησή του, ζήτησε την αθώωση λόγω αμφιβολιών του βασικού κατηγορούμενου Ηλία Μίχου για τέσσερα από τα οκτώ αδικήματα για τα οποία κατηγορείται: βιασμός, μαστροπεία σε οίκους ανοχής, μαστροπεία μέσω εξαναγκασμού με αποκόμιση πορνικών εσόδων και εμπορία ανθρώπων. 

Ζητήθηκε όμως η καταδίκη του α) για διακεκριμένη κατάχρηση ανηλίκου κάτω των 14 ετών που του εμπιστεύτηκαν, β) οπλοκατοχή, γ) κατοχή πορνογραφικού υλικού με ανήλικο κάτω των 12 ετών χωρίς εξαναγκασμό και κερδοσκοπία και δ) διευκόλυνση της ανήλικης να εκδίδεται.

Επίσης εισηγήθηκε την πλήρη ενοχή της μητέρας της 12 χρονης και πρότεινε την καταδίκη της α) για διακεκριμένη περίπτωση πορνογραφίας καθώς φέρεται να διένεμε οπτικοακουστικό υλικό της κόρης της σε συγκατηγορούμενους, β) για διακεκριμένη περίπτωση μαστροπείας την στιγμή που έχει η ίδια την επιμέλεια και φροντίδα της ανήλικης γ) για εκβίαση σε βαθμό πλημμελήματος την οποία φέρεται ότι τέλεσε σε βάρος της πρώην συζύγου του Ηλία Μίχου.

Όλο το πανελλήνιο τραντάχτηκε από την είδηση του Μίχου σχετικά με βιασμό και μαστροπεία ανηλίκου. Ένα και πλέον χρόνο μετά, τον Μάρτιο του 2024 ανακοινώνεται η πρόταση του εισαγγελέα για την υπόθεση αυτή, με την οποία έχει ταρακουνηθεί συθέμελα όλη η ελληνική επικράτεια.

Δεν υπάρχει ούτε ένας πολίτης που δεν απόρησε με τούτη την στάση της δικαιοσύνης και δεν του έκανε εντύπωση. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο έλεγχος των ηλεκτρονικών συσκευών του, έγινε 20 μέρες μετά. Χρόνος αρκετός για να εξαφανίσει κάθε ενοχοποιητικό στοιχείο εναντίον του. Ακούστηκε τότε για μια λίστα 200 και πλέον ονομάτων που εμπλέκονται στην υπόθεση αυτή. Γιατί δεν δεσμεύτηκαν άμεσα οι συσκευές αυτές ώστε να ανακτηθούν όλα τα σχετικά με την υπόθεση αρχεία αντιθέτως δόθηκε άπλετος χρόνος στον κατηγορούμενο; 

Επίσης η πρόταση απαλλαγής του για κάποιες από τις κατηγορίες που τον βαρύνουν δείχνουν πρόθεση για ήπια κι ιδιαίτερα ευνοϊκή μεταχείριση που εγείρει πολλές απορίες στον κοινό νου, στον απλό καθημερινό άνθρωπο. Στον όρκο τους οι δικαστικοί λειτουργοί εκφώνησαν: «Ορκίζομαι να φυλάττω πίστη στην πατρίδα, να υπακούω στο Σύνταγμα και στους νόμους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντά μου». Το άδικο λοιπόν που παράγεται από έναν πολίτη πρέπει να τιμωρείται σύμφωνα με τους νόμους. Επίσης να διασφαλίζονται όλα τα στοιχεία που μπορούν να το αποδείξουν. 

Εκτέλεσε το καθήκον του ευσυνείδητα ο συγκεκριμένος δικαστικός λειτουργός; Αν για κάποιους λόγους εισηγήθηκε εσφαλμένα δεν σημαίνει ότι ισχύει το ίδιο για το σύνολο των δικαστικού σώματος.

Όλοι γνωρίζουν πως η δικαιοσύνη πρέπει να λειτουργεί ανεξάρτητα και ανεπηρέαστα. Άξονάς της είναι η αλήθεια και μόνο η αλήθεια. Αν αυτό δεν συμβαίνει, επηρεάζεται άμεσα ο κοινωνικός ιστός και η συνοχή του. Κατάπτωση της κοινωνίας είναι το αποτέλεσμα και συγχρόνως έξαρση του ατιμώρητου εγκλήματος. Αν δεν τιμωρείται η εγκληματική ενέργεια ή τιμωρείται με το «πούπουλο» όλες οι παραβατικές συμπεριφορές θα εμφανιστούν αβίαστα.

Έχουμε λοιπόν επιλέξει μια διοίκηση να υπηρετεί το συλλογικό δίκαιο, άρα είναι υπεύθυνη να σταματά κάθε άδικο που παράγεται. Έχουμε ορίσει τα πρόσωπα που είναι στην Βουλή των Ελλήνων να εκτελούν αυτό το καθήκον. Αν δεν το πράττουν αυτό και σιωπούν ή ακόμη ενεργούν απέναντι στο δίκαιο των πολιτών, είναι εγκληματικό. 

Αξίζει σ΄ αυτό το σημείο να αναφερθεί ένας νόμος της Βουλής γνωστός σε κυβέρνηση και αντιπολίτευση :

Νόμος 4620/2019 – ΦΕΚ 96/Α/11-6-2019 : Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Άρθρα 1-319)

Άρθρο 177. – Αρχή της ηθικής απόδειξης.

1. Οι δικαστές δεν ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, πρέπει όμως να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και που αφορά την αλήθεια των πραγματικών περιστατικών, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των άλλων αποδείξεων, αιτιολογώντας πάντοτε ειδικά και εμπεριστατωμένα με ποια αποδεικτικά μέσα και με ποιους συλλογισμούς σχημάτισαν τη δικανική τους κρίση.

2. Αποδεικτικά μέσα, που έχουν αποκτηθεί με αξιόποινες πράξεις ή μέσω αυτών, δεν λαμβάνονται υπόψη στην ποινική διαδικασία.

Στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 177 λέει: Οι δικαστές δεν ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, πρέπει όμως να αποφασίζουν κατά την πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους.

Δεν ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων ακολουθούν τη φωνή της συνείδησής τους. Αυτές οι προτάσεις είναι νόμος. Δίνει όμως την δυνατότητα σε κάποιους ελάχιστους να παρεκκλίνουν της ορθής εκτέλεσης των καθηκόντων τους. Συνεπώς επείγει να διασφαλιστεί η απόδοση της δικαιοσύνης. 

Μεγάλη βαρύτητα δε, πρέπει να δώσουμε στο γεγονός ότι κάθε απόφαση η οποία εκδίδεται μέσα σε μία δικαστική αίθουσα, εκδίδεται στο όνομα του Ελληνικού Λαού ως εκ τούτου καμία απόφαση δεν μπορεί να έρχεται απέναντι με την κοινή γνώμη.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *