Το ένταλμα σύλληψης κατά Νετανιάχου εκφράζει την αρχή της αναλογικότητας

Του Πέτρου Ιακώβου

Την Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ΔΠΔ), που εδρεύει στην Χάγη της Ολλανδίας, εξέδωσε ένταλμα σύλληψης, για τον πρωθυπουργό του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου, τον πρώην υπουργό Άμυνας Γιόαβ Γκάλαντ και του στελέχους των τρομοκρατών της Χαμάς Μοχάμεντ Ντιάμπ Ιμπραήμ Μάσρι (γνωστό ως Μοχάμεντ Ντέιφ), για γενοκτονία στη Γάζα της Παλαιστίνης.   Η εκτέλεση του εντάλματος μπορεί να γίνει από οποιοδήποτε από τα 124 κράτη – μέλη, που έχουν υπογράψει και έχουν επικυρώσει με νόμο το Καταστατικό της Ρώμης για το ΔΠΔ, (https://www.ohchr.org/en/instruments-mechanisms/instruments/rome-statute-international-criminal-court), εφόσον οι κατηγορούμενοι εισέλθουν στο έδαφός των.

Οι διεθνείς αντιδράσεις στα εντάλματα σύλληψης ήταν ποικίλες. Άλλες χώρες είδαν μία θετική απόδοση δικαίου σε αυτή την απόφαση, άλλες μίλησαν για αντισημιτισμό, ενώ ο Ζοζέπ Μπορέλ, επικεφαλής της Ευρωπαϊκής διπλωματίας, δήλωσε ότι «οι χώρες που έχουν υπογράψει το Καταστατικό της Ρώμης είναι υποχρεωμένες να εφαρμόσουν την απόφαση του ΔΠΔ».

Το θέμα της απόφασης του εντάλματος από το ΔΠΔ, κατέδειξε για μία ακόμη φορά, ότι οι αποφάσεις των ανώτατων θεσμών, είτε είναι καταστατικά, είτε είναι εντάλματα σύλληψης, είτε είναι συμφωνίες, είτε είναι συνθήκες, εφαρμόζονται στις μέρες μας κατά το δοκούν.

Όμως κανείς δεν μίλησε ούτε για τα ανθρώπινα δίκαια, ούτε για τις ανθρώπινες ζωές των αμάχων που χάθηκαν άδικα σε πολέμους, που εξυπηρετούν τα ιδιοτελή συμφέροντα κάποιων.

Κανείς επίσης δεν μπορεί να επαναφέρει τις ζωές όσων χάθηκαν, όμως είμαστε όλοι οι άνθρωποι υποχρεωμένοι ως πολίτες, να σταματήσουμε την αδικία που ταλαιπωρεί την ανθρωπότητα, με όλα αυτά τα συνεχόμενα δεινά.

 Σε όλη αυτή την παραγωγή άδικου, είναι αναγκαίο να έχουμε υπόψη ότι η  Δικαιοσύνη είναι μία από τις Ελλάνιες Αξίες, η οποία περιγράφεται με ακρίβεια στην Ιδρυτική Διακήρυξη του πολιτικού φορέα της Ελλήνων Συνέλευσις.

 Η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να αποδοθεί με υποκειμενικά προκρίματα περί του δικαίου, (δογματικά, κομματικά, πολιτικά, βιωματικά, κ.α.), διότι είναι η Ελλάνια αξία ως μέσο για την απόδοση διανεμητικά, διορθωτικά ή και με αμοιβαιότητα του δικαίου, η οποία δημιουργεί το λειτουργικό πλαίσιο των Ελλάνιων αρχών, στις οποίες περιλαμβάνονται και: 

α) η αρχή της διανεμητικής δικαιοσύνης, η οποία αποσκοπεί στην απόδοσή της να εντάσσεται η κατανομή όχι μόνο των αξιωμάτων, αλλά γενικώς η αξιακή ισότητα, με την οποία η πολιτεία εξοπλίζει τα πρόσωπα κατά τις δικαιϊκές τους σχέσεις. 

β) η αρχή της διορθωτικής δικαιοσύνης, η οποία έχει σκοπό τη διατήρηση της πολιτείας εντός του συστήματος αξιών και αρχών, γεγονός που η αδικοπραξία κατά μέλους του σώματος της πολιτείας λογίζεται ως αδικοπραξία κατά της πολιτείας, έτσι η πολιτεία είναι υπεύθυνη να σταματήσει την αδικία αν βρίσκεται σε εξέλιξη και σε κάθε περίπτωση να την εξαλείψει ανάλογα με το αδίκημα, με διόρθωση ή με τιμωρία. Να διανέμεται «μη προς τον λόγον αλλά προς την διάνοιαν του νομοθέτου σκοπείν».

 Και προς τις δύο λοιπόν κατευθύνσεις, τόσο η διανεμητική όσο και η διορθωτική δικαιοσύνη εκφράζουν την αρχή της αναλογικότητας ως θεμέλιο της ιδανικής και ολοκληρωμένης απόδοσης του δικαίου.

 Όπως είδαμε λοιπόν η αρχή της διορθωτικής δικαιοσύνης, διανέμεται όχι με τρόπο που προκύπτει από το γραπτό λόγο της ερμηνείας του νόμου, αλλά με τρόπο που προκύπτει απο την διάνοια του νομοθέτη που βλέπει, εξετάζει, προσέχει και φροντίζει το δίκαιο.

 Η αρχή της αναλογικότητας έχει επισημανθεί και αναλυθεί, από τους Έλληνες προγόνους μας, χιλιετίες πριν. 

Ο Αριστοτέλης στην πραγματεία του με τον τίτλο «Ρητορική» αναφέρθηκε στον νομικό περιορισμό ενός υπάρχοντος δικαιώματος κάποιου πολίτη, επισημαίνοντας κυρίως, τρεις δίκαιους λόγους, οι οποίοι εν συντομία είναι:

α) να εξυπηρετεί τον επιδιωκόμενο σκοπό της πολιτείας, χωρίς να είναι ακατάλληλος

β) να είναι αναγκαίος, χωρίς να υπερβαίνει σε ένταση το αναγκαίο μέτρο

γ) να σταθμίζει το κόστος με το όφελος, χωρίς να υπάρχει στη σχέση αυτή κάποια δυσαναλογία.

 Υπάρχουν λοιπόν τα νομικά εργαλεία για την απόδοση του δικαίου. Όμως το καίριο ερώτημα είναι αν υπάρχει στα κράτη η πολιτική βούληση να αποδοθεί αυτό.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕ

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *