Της Καλλιόπης Αλτιντασιώτη
Εκπαιδευτικός
Πανελλήνιες!
Ένα σύστημα εισαγωγής – εισιτήριο θα έλεγε κανείς – στη τριτοβάθμια εκπαίδευση που εδώ και 60 χρόνια περίπου βάζει μαθητές/-τριες, εκπαιδευτικούς και γονείς σε πολλών ειδών περιπέτειες. Οι εκπαιδευτικοί τρέχουν να προλάβουν να βγάλουν την ύλη, οι μαθητές και μαθήτριες να προλάβουν να μάθουν την ύλη και οι γονείς να πληρώσουν τα φροντιστήρια, με το εισιτήριο αυτό να το πληρώνουν όλοι πολύ ακριβά με κόστος τη σωματική και τη ψυχική εξάντληση και στόχο την είσοδο σε ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα που τη σήμερον ημέρα δεν εγγυάται σε καμία περίπτωση την επαγγελματική αποκατάσταση.
Από το 1964, με το Βασιλικό Διάταγμα 378/1964 και επί κυβερνήσεως Γεώργιου Παπανδρέου, θεσπίστηκαν οι «Εισιτήριες Εξετάσεις» οι οποίες χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1980 με τον Νόμο Ράλλη, μετονομάστηκαν στο σημερινό τους όνομα, καθιστώντας τις εξετάσεις αυτές έναν σημαντικό σταθμό για την εκπαιδευτική κοινότητα, του οποίου η διεξαγωγή κοστίζει περίπου 13 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο.
Έτσι λοιπόν και φέτος αυτές οι κοστοβόρες, ψυχοφθόρες και χρονοβόρες Πανελλήνιες Εξετάσεις έκαναν πρεμιέρα στις 30 Μαΐου με το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας όπως είθισται.
Μάλιστα το φετινό θέμα του εξεταζόμενου αυτού μαθήματος ήταν η δημιουργικότητα, με τους μαθητές/-τριες να καλούνται να αναπτύξουν σε 350 με 400 λέξεις τον τρόπο που οι ίδιοι εκφράζονται δημιουργικά αλλά και πώς το σχολείο οφείλει να συμβάλλει στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας των νέων.
Δυστυχώς όμως αυτό το «οφείλει» σε χρόνο ενεστώτα διαιωνίζει μια κατάσταση η οποία θέτει εκτός δημιουργικής τροχιάς την όλη εκπαιδευτική διαδικασία, αναγκάζοντας τους μαθητές/-τριες να περάσουν από τις συμπληγάδες πέτρες που λέγονται Πανελλήνιες οι οποίες μάλιστα στενεύουν τους πνευματικούς ορίζοντες των εφήβων. Αυτό συμβαίνει διότι το «οφείλει» δεν γίνεται πράξη στο ίδιο το παρόν και επομένως η διαδικασία αυτή δεν ωφελεί καμία δημιουργικότητα, καμία ελεύθερη έκφραση σκέψεων και ιδεών και φυσικά καμία ανάπτυξη των δεξιοτήτων και ικανοτήτων των νέων.
Πώς μπορούμε να μιλάμε για δημιουργικότητα σε μία εκπαίδευση χωρίς κτιριακές υποδομές, χωρίς τον απαραίτητο τεχνολογικό και όχι μόνο εξοπλισμό που «στεγνώνει» δημιουργικά τους εφήβους καθώς η ίδια τους επιβάλλει την παπαγαλία δύο ταχυτήτων – μία στο σχολείο και μία στο φροντιστήριο – με τις αθλητικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες να πραγματοποιούνται κυρίως εκτός σχολείου και φυσικά να επιβαρύνουν τη τσέπη του γονιού;
Πώς μπορούμε να μιλάμε για δημιουργικότητα σε σχολεία όταν το θέατρο, η μουσική, τα εικαστικά, ο αθλητισμός παραγκωνίζονται από ένα εκπαιδευτικό σύστημα που δεν προάγει τη δημιουργική διαφορετικότητα των ταλέντων των μαθητών/-τριών αλλά «κονσερβοποιεί» την καλλιτεχνική τους έκφραση;
Αν θέλει το σημερινό σχολείο να μιλά για δημιουργικότητα που είναι το άλφα και το ωμέγα μιας πραγματικής παιδείας, τότε οφείλει να ενσωματώσει τα μαθήματα αυτά που θα αναδείξουν την έμφυτη τάση του κάθε μαθητή/-τριας όπως μουσική, ζωγραφική, χορό, δημιουργική γραφή αλλά και να παρέχει τις απαραίτητες αθλητικές εγκαταστάσεις για να μπορέσουν οι νέοι να καλλιεργήσουν τις σωματικές τους ικανότητες.
«Δημιουργία» σημαίνει «το έργο του δήμου», όπου «δήμος» είναι το κύτταρο μιας αληθινής πολιτείας το οποίο εργάζεται για την ανάπτυξη του ίδιου του σώματος της πολιτείας μέσα από την πνευματική και όχι μόνο καλλιέργεια των ατόμων (πολιτών) που συστήνουν τα κύτταρα αυτά. Για αυτόν τον λόγο, τα σχολεία θα πρέπει να παρέχουν δημιουργική ασχολία και όχι να σχολάζουν τους μαθητές από δημιουργικές δραστηριότητες, μπαίνοντας τροχοπέδη σε αυτές.
Το σχολείο οφείλει να αλλάξει και να γίνει καθρέφτης δημιουργίας μέσα από τον οποίο ο μαθητής/-τρια θα αναγνωρίζει τον ίδιο τον δημιουργικό εαυτό του και θα τον αποτυπώνει σε κάθε του καλλιτεχνική έκφραση και πράξη για το ίδιο το ευδαιμονικό δίκαιο της ελευθερίας της πολιτείας.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕ