Του Ερμή Παπαχριστοφόρου
Πρόσφατα η Eurostat ανακοίνωσε τα στοιχεία της έρευνας που πραγματοποιεί κάθε δύο χρόνια με στόχο τους κατώτατους μισθούς στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από τα στοιχεία αυτά προέκυψε πως η Ελλάδα κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών. Συγκεκριμένα η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα το 2025 βρίσκεται κάτω από την Τουρκία. Ενώ με κριτήριο τον κατώτατο μισθό ως ποσοστό του μέσου κατέχουμε την 17η θέση.
Σε πλήρη αντίφαση με τα στοιχεία της Eurostat έρχεται το δελτίο τύπου του Υπουργείου Οικονομικών και με τίτλο “Ελλάδα 2020 – 2024: περισσότερος πλούτος, δικαιότερη κατανομή” που συμπίπτει να αναρτήθηκε την ίδια ημέρα με την έρευνα της Eurostat.
Δίνοντας μας την δυνατότητα να δούμε την αλήθεια αλλά και το ψεύδος.
Την στιγμή που τα στοιχεία της Eurostat αποκαλύπτουν την πραγματικότητα στην οποία βιώνει ο ελληνικός λαός, δηλαδή την άθλια οικονομική κατάσταση του Έλληνα πολίτη και από τις κατώτερες στην Ευρώπη, η κυβέρνηση κάνει τα μέγιστα ώστε να προπαγανδίσει την κατάσταση αυτή με τις σαθρές ανακοινώσεις της περι δικαιώτερης κατανομής πλούτου.
Και διερωτάται κανείς “ Γιατί άραγε η κυβέρνηση προσπαθεί να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα; ”
Μάλλον νιώθει ένα αίσθημα ευθύνης και σε καμία περίπτωση δεν θέλει να το αναλάβει, όπως προσφάτως αυτό συνέβει και με τα Τέμπη. Τόσο η νυν κυβέρνηση αλλά όσο και οι προηγούμενες πράττωντας στείρες πολιτικές, ασπαζόμενες ένα άδικο μη αποδοτικό σύστημα, διέλυσαν την οικονομία της χώρας.
Βασικοί παράγοντες που συνέβαλαν στην διάλυση των μισθών ήταν η εκθεμελίωση των τοπικών βιομηχανιών και βιοτεχνιών, δίνοντας έτσι χώρο στις πολυεθνικές οι οποίες υφίστανται μόνο για την μεγιστοποίηση των κερδών τους, αδιαφορώντας πλήρως για την τοπική παραγωγικότητα και την αξιοπρεπή μισθοδοσία.
Πρόσθετα η υψηλή φορολογία (άμεσοι και έμμεσοι φόροι) σε συνδυασμό με τις υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, τον πληθωρισμό που εκτινάζει συνεχώς το κόστος διαβίωσης και την ανυπαρξία ενός σοβαρού κράτους, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην τραγική μείωση των μισθών.
Τελικά όλες οι κυβερνήσεις που πέρασαν από την βουλή τα τελευταία χρόνια, θεσμοθετησαν υποτίθεται για το δικαιο της εργατικής τάξης αλλά σήμερα δεν μας έμεινε τίποτα. Οι μισθοί έχουν πιάσει πάτο, οι ώρες εργασίας συνεχώς αυξάνονται, το περιβάλλον εργασίας γίνεται όλο και πιο εχθρικό, η ασφάλεια των εργαζομένων είναι ανύπαρκτη με αποτέλεσμα κανένας να μην έχει θέληση να εργαστεί.
Αλλά και εν γένη η εργασία πήρε τελείως διαφορετική τροπή και μετατράπηκε σε δουλειά (δουλεία), είναι δύο εντελώς απέναντι έννοιες που από την μία η εργασία είναι έμπνευση ιδεών και πρακτικής με κινητήρια δύναμη τον έρωτα για αυτό που κάνεις. Απεναντίας η δουλειά είναι επιβολή λόγω ανάγκης για την επιβίωση.
Πλέον κανένας δεν εργάζεται σε αυτό που αγαπά ή που έχει ταλέντο ή αυτό να συμβαδίζει με τις ικανότητες και δυνατότητες που έχει το άτομο αλλά και αν το κάνει τότε οι περιπτώσεις είναι ελάχιστες. Έτσι το ίδιο το κράτος μέσα από παράλογους νόμους “σκοτώνει” τον εργαζόμενο οικονομικά αλλά και συνειδησιακά καθώς του διαλύει την ικανότητα να ονειρεύεται, να φαντάζεται και να δημιουργεί.
Είναι ανάγκη να πάμε σε μία πραγματική μεταρρύθμιση του τομέα της εργασίας, για να αρχίσει ο άνθρωπος να απολαμβάνει την ζωή του, με δεδομένο ότι το κράτος είναι υποχρεωμένο να παρέχει μέχρι και στον τελευταίο πολίτη του εργασία και ασφάλεια.
Εργασία η οποία θα ικανοποιεί τον πολίτη αφού θα είναι μέσα στα πλαίσια της βούλησης και της επιλογής του, αλλά και επειδή το 50% του κατώτερου μισθού θα είναι υπέρ-αρκετό ώστε να καλύπτει όλες του τις ανάγκες για μία αξιοπρεπή διαβίωση.
Επομένως για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται ένα σοβαρό κράτος που να έχει αναλύσει πλήρως το εργασιακό κομμάτι, να συνδυάσει επακριβώς την οικονομική ανάπτυξη και την φορολογική δικαιοσύνη παράλληλα με την κοινωνική πολιτική.Έτσι ώστε να επανέλθει και πάλι η ισότητα των ευκαιριών προς όλους και η διασφάλιση της ελευθερίας με κριτήριο την δίκαιη κατανομή πλούτου. Τέτοια πολιτική παρατηρήθηκε στις προγραμματικές δηλώσεις του πολιτικού φορέα Ελλήνων Συνέλευσις.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕ