Της Καλλιόπης Αλτιντασιώτη
Αν οι χώρες είχαν εθνικό ρήμα, όπως αντίστοιχα έχουν το εθνικό τους φαγητό, άθλημα, ζώο, σημαία κλπ, η Ελλάδα θα είχε το «φεύγω». Τα τελευταία χρόνια (και όχι μόνο αυτά), η χώρα μας έχει μάθει να κλίνει το συγκεκριμένο ρήμα σε όλα τα πρόσωπα, αριθμούς και χρόνους μιας και η διοίκηση του τόπου αυτού κλείνει την πόρτα της ανάπτυξης στους πολίτες.
Η κλίση του «φεύγω» («κι αφήνω πίσω μου συντρίμμια», θα πρόσθετε κανείς) συνοδεύεται από την ανάγκη των νέων να αναδείξουν την κλίση τους σε κάποιον τομέα, είτε αυτός είναι επιστημονικός είτε καλλιτεχνικός, αλλά και από οικονομικούς λόγους, καθώς οι προοπτικές σε αυτή την χώρα είναι ελάχιστες.
Πραγματικά πόσες φορές έχουμε ακούσει να διαπρέπουν οι νέοι μας στο εξωτερικό, γνωρίζοντας πως κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ δύσκολο έως αδύνατο αν παρέμεναν εδώ, μένοντας παράλληλα απορημένοι με το γεγονός πώς μία χώρα όπως η Ελλάδα με τέτοια τεράστια παρακαταθήκη, η οποία μάλιστα αξιοποιείται εκτός συνόρων, να υποτιμάται και να θάβεται η κληρονομιά της εντός αυτών;
Ο τρόπος που λειτουργεί η διοίκηση της πατρίδας μας μοιάζει με αυτοάνοσο νόσημα, αφού οι θεσμοί της έχουν πάψει να την προστατεύουν και αντ’ αυτού επιτίθενται στα κύτταρά που συνθέτουν την κοινωνία της, η οποία εν τέλει και νοσεί. Επομένως, τα κύτταρα αυτά για να σωθούν, επιλέγουν τη φυγή σε πιο υγιή περιβάλλοντα, κάτι που και η ίδια η διοίκηση προτείνει.
Εμμέσως πλην σαφώς, το εργατικό δυναμικό της χώρας μας υφίσταται διωγμό. Η ίδια δηλαδή η κραταιότητά της μέσω της οποίας η οικονομία της χώρας θα μπορούσε να παρουσιάσει ανοδική πορεία εάν οι διοικούντες δεν την αποδυνάμωναν. Αναδεικνύοντας τα λαμπρά της μυαλά μετατρέποντας την Ελλάδα σε πυλώνα καινοτομίας και πρωτοπόρων ιδεών, την καθιστά ικανή να πρωτοστατεί σε διάφορους τομείς όπως η ίδια το έχει κάνει άλλωστε στο ένδοξο παρελθόν της.
Αυτός ο διωγμός, αυτή η φυγή έχει ως αποτέλεσμα να οδηγήσει την ελληνική κοινωνία σε έναν αργό θάνατο εφόσον αυτή γερνάει χωρίς να έχει πλέον καινούρια κύτταρα για να ανανεωθεί. Αυτό όμως που χρειάζεται η χώρα για να αναγεννηθεί είναι το αντίθετο της φυγής, δηλαδή έναν ερχομό, μια έλευση μέσα από την οποία τα κύτταρά της θα ενωθούν και πάλι δημιουργώντας μια συνέλευση, κλίνοντας σε χρόνο ενεστώτα και σε πρώτο πληθυντικό το ρήμα του: ερχόμαστε.
Η συνέλευση αυτή έχει ήδη συσταθεί και έρχεται να καταδείξει τις παθογένειες ενός συστήματος που σκοτώνει την κοινωνία του και να αναδείξει τη σημασία της ένωσης των κυττάρων που την απαρτίζουν.
Η συλλογική αυτή κίνηση μέσα από το ίδιο της το όνομα δίνει τη λύση, αναγνωρίζοντας το κάθε κύτταρο της πολιτείας όταν το όνομα αυτό προφέρεται με μορφή συντομευμένη, προστατεύοντας το σώμα της συλλογικά από αυτοάνοσες τακτικές όταν προφέρεται στη πλήρη του μορφή: Ε.ΣΥ. ή αλλιώς Ελλήνων Συνέλευσις.
Η Ελλήνων Συνέλευσις μέσα από την Ιδρυτική της Διακήρυξη, παίρνει θέση απέναντι στις πολιτικές διωγμού που βιώνει ο Έλληνας πολίτης από τους κυβερνώντες του, αναγκάζοντας τον ίδιο να μεταναστεύσει καθώς η ελληνική κοινωνία βιώνει οικονομική εξάντληση, κοινωνική αναταραχή και πολιτική διαφθορά, παράγοντες που την οδηγούν στην εξόντωσή της.
Η Ελλήνων Συνέλευσις (Ε.ΣΥ.) ως πολιτικός φορέας (και όχι ως κόμμα που κόβει την κοινωνία σε χίλια κομμάτια) είναι έτοιμη να φέρει όλους τους πολίτες σε μια λεωφόρο ένωσης όπου το «εσύ» γίνεται «συν», ένα θετικό πρόσημο σε μια έλευση για την ίδια την ανάδειξη της αφθονίας, την επαναφορά της αλήθειας και τη διασφάλιση της αρμονίας έτσι ώστε όλα να επιστρέψουν στην υγιή τους θέση και να μην φύγουν ποτέ ξανά.
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΕ